Καμιά φορά είμαι βασιλιάς, και τότε ή προδοσία με κάνει να ποθώ τη ζωή του ζητιάνου. Γίνομαι ζητιάνος, Κι η ανυπόφορη στέρηση με πείθει πως πιο καλά ήμουν βασιλιάς. Και να: ξαναφορώ το στέμμα. (Σαίξπηρ, ο βασιλιάς Ριχάρδος)

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Η Σταχτογιώτα ( μέρος Β )


Μόλις συνήλθε από την έκπληξη η Παναγιώτα τη ρώτησε δειλά ποιά ήταν. –Μα … είμαι η νουνά σου χρυσό μου! Ήρθα να σε βοηθήσω να πας στο χορό και όχι μόνο… αν ο πρίγκιπας δε γίνει δικός σου απόψε εμένα να μη με λένε Μέλπω. Τώρα σε αυτό το σημείο εσείς αγαπητοί αναγνώστες θα έχετε ακούσει βέβαια την εξευγενισμένη έκδοση του ντίσνει που θέλει τη νονά νεράιδα να περιβάλλεται από φως και να μετατρέπει κολοκύθες σε άμαξες και ποντίκια σε άλογα. Να ντύνει τη Σταχτοπούτα με το μαγικό ραβδί της μέσα σε χρυσοκέντητο φόρεμα, να της φοράει γυάλινα γοβάκια, να τη συμβουλεύει να γυρίσει πριν τις 12 που θα λυθούν τα μάγια, να πηγαίνει στο χορό όπου ο πρίγκιπας την ερωτεύεται παράφορα και στη συνέχεια την ψάχνει απεγνωσμένος έχοντας ως λάφυρο το ένα από τα δύο γυάλινα γοβάκια. Αν σας αρέσει η ιστορία έτσι, όσο παράλογη κι αν είναι(και δεν είναι και λίγο), σταματήστε εδώ την ανάγνωση. Γιατί η πραγματικότητα (τα παραμύθια είναι βγαλμένα από τη ζωή) ήταν καλώς ή κακώς πολύ διαφορετική. Πρώτον και σημαντικό, η νουνά ήταν μία απλή θνητή ντυμένη με λαμέ (σπάνιο είδος στα χωριά την εποχή εκείνη). Η φωτιά από το τζάκι σε συνδυασμό με το λαμέ έδινε αυτή την αίσθηση της λάμψης που μπέρδεψε την Παναγιώτα και την πέρασε για νεράιδα. Δεν έκανε θαύματα η νονά, απλώς έκανε την Παναγιώτα ένα καλό μπάνιο, που έζεχνε από ιδρώτα και βρώμα, την κούρεψε, της πέρασε μια ισιωτική γιατί τα μαλλιά της είχαν κόμπους και ψαλίδα, της έκανε αποτρίχωση, της έβγαλε τα φρύδια, την έβαψε…ε, πολύ θέλει ο άνθρωπος…Η ιστορία της Παναγιώτας έχει εμπνεύσει γενιές και γενιές και το μοτίβο της μεταμόρφωσης της πανούκλας σε κούκλα έχει γίνει αγαπημένο θέμα σε ταινίες, τραγούδια και τηλεσειρές η τελευταία εκ των οποίων στη χώρα μας ακούει στο όνομα Μαρία η Άσχημη. Στις περισσότερες από αυτές η πρωταγωνίστρια από ηλίθια και άσχημη γίνεται κουκλάρα και πανέξυπνη. Κι η Παναγιώτα το ίδιο. Από μία χαζή γεροντοκόρη δουλάρα(γιατί τι άλλο παρά χαζή ήτανε αφού κάθονταν να υπηρετεί τις άγνωστες), η Μέλπω τη μεταμόρφωσε σε ένα αδίστακτο πορνίδιο που ήταν και η πραγματική της φύση. Της φόρεσε λαμέ και ζαρτιέρες, δεκαοκτάποντες γόβες σε ασημένιο μάτ και με οδηγίες για το τι να κάνει την έστειλε στο παλάτι με σκοπό να την πέσει στον πρίγκηπα και να φύγει ακριβώς την ώρα που θα τον έχει ανάψει, λίγο πριν συμβεί το μοιραίο. Έτσι κι έγινε….Η Παναγιώτα με το μίνι λαμέ και το δικτυωτό καλτσόν έκλεψε την παράσταση…Γιατί, ας μην είμαστε αφελείς, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να προσέξει ο πρίγκιπας τη δικιά μας ανάμεσα σε τόσες κοπέλες. Οι δεκαοχτάποντες ασημένιες γόβες έκαναν τόση εντύπωση στους παρεβρισκόμενους, ώστε δημιουργήθηκε ολόκληρος θρύλος γύρω από αυτές, ενώ η πραγματικότητα ήταν ακόμα μια φορά διαφορετική. Η Παναγιώτα βρήκε ένα στύλο, έκανε έναν άκρως εντυπωσιακό χορό, βγάζοντας ένα ένα τα ρούχα της ώσπου έμεινε με τα εσώρουχα, έβγαλε το στηθόδεσμο και με μία κίνηση όλο χάρη τον πέταξε στα μούτρα του πρίγκιπα…αυτός ξαναμμένος έτρεξε κοντά της τότε αυτή τον φίλησε στα χείλη και με μια αέρινη κίνηση εξαφανίστηκε στο σκοτάδι της νύχτας…εκείνη την ώρα το ρολόι σήμανε δώδεκα………τυχαίο; Δε νομίζω…η Πανούργα Παναγιώτα παρακολουθούσε τους δείκτες για να κάνει πιο μεγάλο εφφέ…Φυσικά δε χρειάζεται να σας πω πως πέρασε όλη αυτή η ιστορία στη λαϊκή συνείδηση…από στόμα σε στόμα ειπώθηκαν σημεία και τέρατα…ότι τα μάγια θα λύνονταν στις 12 κ.ο.κ….Και φυσικά η ανεύρεση της νεαράς την οποία αναζητούσε ο πρίγκιπας εναγωνίως τις επόμενες ημέρες, σε καμία περίπτωση δεν έγινε με το χαμένο γοβάκι αλλά με το χαμένο….στηθόδεσμο. Κι επειδή πλούσια τα ελέη της Παναγιώτας καμιά στο χωριό δεν της ερχότανε σωστά στο βυζί κι έτσι η αναζήτηση πήρε ημέρες…Φυσικά το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να αποτελεί μέρος παιδικού παραμυθιού γι αυτό αποκρύπτηκε και τη θέση του σουτιέν πήρε το γοβάκι, το οποίο όμως είναι ένας γελοίος συνειρμός ορμούμενος από την εντύπωση που είχαν προκαλέσει τα πατούμενα της Παναγιώτας στο χορό. Εννοείται πως δε φαντάζομαι νοήμονες άνθρωποι να πιστεύετε ότι μόνο σε ένα άτομο από όλο το βασίλειο έκανε ένα παπούτσι…με λίγο πάτακι μπρός ή πίσω και με μια σωστή πωλήτρια(Ελληνίδα κατά προτίμηση) θα έκανε σχεδόν σε όλες τις κοπέλες την εποχή εκείνη…το στήθος όμως της Παναγιώτας δεν το φτανε καμιά. Σε όλες κολυμπούσε…Άλλες βάζαν βαμβάκι, άλλες πορτοκάλια, άλλες μαλλί από πρόβατο, άλλες κάναν ενέσεις με ελαιόλαδο…τίποτα..τα φτηνά αυτά κόλπα δεν είχανε κανένα αποτέλεσμα. Και η… «αγωνία» του πρίγκιπα μέρα με τη μέρα φούσκωνε…(Εδώ θα κάνω μία παρένθεση να σας πω ότι το ορίτζιναλ στόρυ πέρασε από στόμα σε στόμα των ενηλίκων και κατάλοιπά του μπορούμε να βρούμε στην ταινία Η Χαρτοπαίχτρα με τη Ρένα Βλαχοπούλου όπου η πανούργα μάνα-χαρτόμουτρο για να ανακαλύψει τη γκόμενα του άντρα της Λελέ υποχρεώνει όλες τις φίλες της να δοκιμάσουν το σουτιέν που βρήκε τυχαία στη βαλίτσα του άντρα της(Κωνσταντάρας)) Η αγωνία του πρίγκιπα λοιπόν μεγάλωνε ώσπου να μια μέρα, ο αυλικός χτύπησε την πόρτα του παλιού αρχοντικού. Οι αδερφές της Παναγιώτας τρέξανε να ανοίξουνε όλο προσμονή. Εγώ θα το δοκιμάσω πρώτη, όχι εγώ, τραβούσανε το σουτιέν η μία από την άλλη…Μην κουράζεστε άδικα..πετάχτηκε η Παναγιώτα Καραμήτρου μέσα από το μπάνιο κρατώντας στα γαντοφορεμένα χέρια της μια μαύρη βεντούζα με κόκκινο λοστάρι(είχε βουλώσει το καζανάκι…)…δικό μου είναι και μπορώ να το αποδείξω…κι αμέσως πετάει τα κουρέλια με τα οποία ήτανε ντυμένη και αποκαλύπτει το ασορτί εσώρουχο…Ααααααααααααα κάνανε όλοι…(εν μέρει από την έκπληξη, εν μέρει από τη βρώμα διότι η Παναγιώτα δεν είχε αλλάξει βρακί από τη μέρα του χορού). Για τυπικούς βέβαια λόγους τη βάλανε να δοκιμάσει και το σουτιέν και τότε πείστηκαν πως αυτή ήταν η εκλεκτή της καρδιάς του πρίγκιπα…Έτσι αίσια τελείωσε τούτο το παραμύθι για τη μικρή πρωταγωνίστρια που βασανίστηκε μεν, στο τέλος όμως κέρδισε κι αυτή με το…«σπαθί» της… μία θέση στον ήλιο….Και έζησε κι αυτή, πιστοί μου αναγνώστες, καλά…Όπως και τόσες άλλες ανεγκέφαλες πρωταγωνίστριες παραμυθιών….Ενώ εμάς…μας έμεινε ο φεμινισμός….

Η Σταχτογιώτα ( μέρος Α )


Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας καλός έμπορος που είχε μια ακόμα πιο καλή κόρη που ποτέ δε μάθαμε το όνομά της γιατί αυτός που σκέφτηκε το παραμύθι δεν το θεώρησε απαραίτητο μιας και η άδικη μοίρα της θα της κολλούσε κάποτε το παρατσούκλι Σταχτοπούτα. Εμείς όμως επανορθώνοντας τούτο το πταίσμα θα την πούμε Παναγιώτα. Ήταν λοιπόν μια φορά κι έναν καιρό ένας καλός έμπορος που είχε μια ακόμα πιο καλή κόρη την Παναγιώτα. Δυστυχώς ήτανε χήρος που ξαναπαντρεύτηκε, όπως ήταν αναμενόμενο φυσικά γιατί όπως έχουμε πει επανειλημμένα στο σχολιασμό παραμυθιών ή χήροι παίζουνε ή άτεκνοι ή και τα δύο μαζί(βλέπε Χιονάτη και οι 7 ταλαίπωροι). Ο βασικός στόχος όλων αυτών είναι η πρωταγωνίστρια να είναι το θύμα της κατάστασης είτε ως καταραμένη, είτε ως ορφανή, είτε ως θύμα ζηλοτυπίας κάποιας μητριάς ή ετεροθαλούς αδερφής. Στην προκειμένη περίπτωση η Παναγιώτα είχε συγκεντρώσει σχεδόν όλα μαζί τα κακά μιας και….κι ο πατέρας πέθανε, και μητριά της άφησε και είχε και δύο κορίτσια που μοναδικό στόχο της ζωής τους ήταν να κάνουν τη ζωή της Παναγιώτας μαρτύριο. Αυτή να πλένει τα πιάτα, αυτή να σκουπίζει, αυτή να καθαρίζει το τζάκι από τις στάχτες, αυτή να σφουγγαρίζει, αυτή να καθαρίζει τα φωτιστικά, αυτή να πλένει τις κουρτίνες, αυτή να ράβει χαμένα κουμπιά, αυτή να της χτενίζει, αυτή να τις λούζει, αυτή να τις κάνει μανικιούρ-πετικιούρ, αυτή αυτή τα πάντα….Κι όμως με όλες αυτές τις δουλειές ούτε τα χέρια της είχανε σκάσει, ούτε τα δόντια της είχανε πέσει από την αναφαγιά(γιατί την άφηναν και νηστική), ούτε μώλωπες είχε(παρά το αλύπητο ξύλο και τις κακουχίες), κι όλα αυτά δεν τα λέω εγώ, αλλά τα δείχνει η συνέχεια του παραμυθιού κατά την οποία κλέβει το καλύτερο γκομενάκι. Οι αδερφάδες και η μητριά της κόλλησαν το προσωνύμιο Σταχτοπούτα…ποτέ δεν κατάλαβε κανένας γιατί…δηλαδή το πρώτο συνθετικό το καταλαβαίνουν όλοι, επειδή ήταν λερωμένη από τη στάχτη του τζακιού, για το δεύτερο όμως το –πούτα υπάρχουν σοβαρές ενστάσεις οι οποίες συνήθως σχετίζονται με σεξουαλικά υπονοούμενα διότι φήμες λένε ότι η οικογένεια δεν τα πήγαινε πολύ καλά με τα οικονομικά της μετά το θάνατο του πατέρα και η μητριά είχε βρει και άλλους εναλλακτικούς τρόπους να βγάζει χρήματα και ταυτόχρονα να βασανίζει τη θετή της κόρη που τόσο μισούσε. Φυσικά ο συνδυασμός των δύο είναι επιλογή του συγγραφέα γιατί οι κακές κόρες ανάλογα με τη δραστηριότητα κατά την οποία καταπιάνονταν η Παναγιώτα της είχαν το κατάλληλο παρατσούκλι Πιατοπούτα, Σκουπιδοπούτα, Σφουγγαροπούτα, Φωτοπούτα, Κουρτινοπούτα, Κουμποπούτα, Μαλλιοπούτα, Νυχοπούτα κλπ. Έτσι κυλούσαν οι μέρες στο πρώην αρχοντικό του έμπορου του σχωρεμένου, ώσπου μια μέρα με δίχως ήλιο ο γάλος έφαγε το μπαρμπα-Μπρίλιο. Εκείνη τη μέρα αγνοώντας παντελώς το δύστυχες αυτό γεγονός στο παλάτι αποφάσισαν να κάνουνε χορό για να παντρέψουνε τον πρίγκιπα. Τότε έτσι κάνανε, γιατί δεν υπήρχανε νάιτ κλάμπ και οι πρίγκιπες ήταν και φλώροι (όσοι δεν ήταν περιπλανώμενοι) και παντρεύονταν είτε με συνοικέσιο, είτε από χορό. Όλες οι ανύπαντρες κοπέλες του βασιλείου ήταν προσκαλεσμένες και φυσικά οι δύο κακές αδερφές είχαν κατενθουσιαστεί και είχαν αρχίσει τις προετοιμασίες για να γίνουν όσο πιο όμορφες γίνονταν για να τις επιλέξει ο πρίγκιπας. Άλλο καημό δεν είχανε οι κοπέλες την εποχή εκείνη, πώς να παντρευτούν έναν πλούσιο και να την πέφτουνε στα παλάτια..ωραίες εποχές…αθώες…και ξεκούραστες, γιατί και γω γυναίκα είμαι και πιστεύω πως η εποχή μας είναι πολύ κουραστική…από τη μια ο φεμινισμός, από την άλλη η ανταγωνιστική κοινωνία στην οποία ζούμε που όλως παραλόγως διατηρεί τις παραδοσιακές δομές της κοντεύουν να μας τρελάνουν, οι περισσότερες γυναίκες έχουνε διχασμό προσωπικότητας, ενοχικά σύνδρομα, κουρελιασμένα νεύρα και ψυχική ανισορροπία. Τότε όμως…ήξερες…Κάποιος δούλευε σαν το μαλάκα και συ απολάμβανες τους καρπούς των κόπων του. Κι η Παναγιώτα, μεγαλωμένη κι αυτή σε εκείνη την κοινωνία έκανε όνειρα κι αυτή για το μεγάλο χορό. Έτσι όταν έφτασε η μεγάλη βραδιά, αφού έλουσε, χτένισε, έντυσε και έβαψε τις αδερφές της, ετοιμάστηκε κι η ίδια όπως όπως και κουνάμενη συνάμενη ξεκίνησε να τις ακολουθήσει….Που πας ρε Καραμήτρου; Ακούστηκε μια φωνή. Ήταν της μητριάς που προτιμούσε να την αποκαλεί ωσαύτως, επειδή Καραμήτρο λέγανε τον σχωρεμένο τον έμπορα. Εεεε….μα στο χορό φυσικά…Τι λες μωρή….Δεν είναι για τα μούτρα σου ο χορός. Είναι για ανύπαντρες λέμεεεε….(σ.σ. τότε οι ανύπαντρες ήταν και παρθένες, ε και πώς να το κάνουμε βρε αδερφέ η Παναγιώτα το είχε κερδίσει με την αξία της το δεύτερο συνθετικό του Σταχτοπούτα). Τι να κάνει λοιπόν, μάζεψε τα κουρέλια και τα μούτρα της και έμεινε στο σπίτι μελαγχολική, στεναχωρημένη και γενικώς σύσκατη. Όταν έφυγαν οι αδερφάδες, ένα περίεργο φως φάνηκε μέσα στο σαλόνι και τσουπ έκανε την εμφάνισή της μια έξαλλη σαραντάρα που στη χώρα την ξέρανε με το όνομα Μέλπω η Μαντάμ, αλλά στο χωριό της Παναγιώτας μήτε την είχε ξαναδεί κανείς…