Καμιά φορά είμαι βασιλιάς, και τότε ή προδοσία με κάνει να ποθώ τη ζωή του ζητιάνου. Γίνομαι ζητιάνος, Κι η ανυπόφορη στέρηση με πείθει πως πιο καλά ήμουν βασιλιάς. Και να: ξαναφορώ το στέμμα. (Σαίξπηρ, ο βασιλιάς Ριχάρδος)

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Η Σταχτογιώτα ( μέρος Α )


Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας καλός έμπορος που είχε μια ακόμα πιο καλή κόρη που ποτέ δε μάθαμε το όνομά της γιατί αυτός που σκέφτηκε το παραμύθι δεν το θεώρησε απαραίτητο μιας και η άδικη μοίρα της θα της κολλούσε κάποτε το παρατσούκλι Σταχτοπούτα. Εμείς όμως επανορθώνοντας τούτο το πταίσμα θα την πούμε Παναγιώτα. Ήταν λοιπόν μια φορά κι έναν καιρό ένας καλός έμπορος που είχε μια ακόμα πιο καλή κόρη την Παναγιώτα. Δυστυχώς ήτανε χήρος που ξαναπαντρεύτηκε, όπως ήταν αναμενόμενο φυσικά γιατί όπως έχουμε πει επανειλημμένα στο σχολιασμό παραμυθιών ή χήροι παίζουνε ή άτεκνοι ή και τα δύο μαζί(βλέπε Χιονάτη και οι 7 ταλαίπωροι). Ο βασικός στόχος όλων αυτών είναι η πρωταγωνίστρια να είναι το θύμα της κατάστασης είτε ως καταραμένη, είτε ως ορφανή, είτε ως θύμα ζηλοτυπίας κάποιας μητριάς ή ετεροθαλούς αδερφής. Στην προκειμένη περίπτωση η Παναγιώτα είχε συγκεντρώσει σχεδόν όλα μαζί τα κακά μιας και….κι ο πατέρας πέθανε, και μητριά της άφησε και είχε και δύο κορίτσια που μοναδικό στόχο της ζωής τους ήταν να κάνουν τη ζωή της Παναγιώτας μαρτύριο. Αυτή να πλένει τα πιάτα, αυτή να σκουπίζει, αυτή να καθαρίζει το τζάκι από τις στάχτες, αυτή να σφουγγαρίζει, αυτή να καθαρίζει τα φωτιστικά, αυτή να πλένει τις κουρτίνες, αυτή να ράβει χαμένα κουμπιά, αυτή να της χτενίζει, αυτή να τις λούζει, αυτή να τις κάνει μανικιούρ-πετικιούρ, αυτή αυτή τα πάντα….Κι όμως με όλες αυτές τις δουλειές ούτε τα χέρια της είχανε σκάσει, ούτε τα δόντια της είχανε πέσει από την αναφαγιά(γιατί την άφηναν και νηστική), ούτε μώλωπες είχε(παρά το αλύπητο ξύλο και τις κακουχίες), κι όλα αυτά δεν τα λέω εγώ, αλλά τα δείχνει η συνέχεια του παραμυθιού κατά την οποία κλέβει το καλύτερο γκομενάκι. Οι αδερφάδες και η μητριά της κόλλησαν το προσωνύμιο Σταχτοπούτα…ποτέ δεν κατάλαβε κανένας γιατί…δηλαδή το πρώτο συνθετικό το καταλαβαίνουν όλοι, επειδή ήταν λερωμένη από τη στάχτη του τζακιού, για το δεύτερο όμως το –πούτα υπάρχουν σοβαρές ενστάσεις οι οποίες συνήθως σχετίζονται με σεξουαλικά υπονοούμενα διότι φήμες λένε ότι η οικογένεια δεν τα πήγαινε πολύ καλά με τα οικονομικά της μετά το θάνατο του πατέρα και η μητριά είχε βρει και άλλους εναλλακτικούς τρόπους να βγάζει χρήματα και ταυτόχρονα να βασανίζει τη θετή της κόρη που τόσο μισούσε. Φυσικά ο συνδυασμός των δύο είναι επιλογή του συγγραφέα γιατί οι κακές κόρες ανάλογα με τη δραστηριότητα κατά την οποία καταπιάνονταν η Παναγιώτα της είχαν το κατάλληλο παρατσούκλι Πιατοπούτα, Σκουπιδοπούτα, Σφουγγαροπούτα, Φωτοπούτα, Κουρτινοπούτα, Κουμποπούτα, Μαλλιοπούτα, Νυχοπούτα κλπ. Έτσι κυλούσαν οι μέρες στο πρώην αρχοντικό του έμπορου του σχωρεμένου, ώσπου μια μέρα με δίχως ήλιο ο γάλος έφαγε το μπαρμπα-Μπρίλιο. Εκείνη τη μέρα αγνοώντας παντελώς το δύστυχες αυτό γεγονός στο παλάτι αποφάσισαν να κάνουνε χορό για να παντρέψουνε τον πρίγκιπα. Τότε έτσι κάνανε, γιατί δεν υπήρχανε νάιτ κλάμπ και οι πρίγκιπες ήταν και φλώροι (όσοι δεν ήταν περιπλανώμενοι) και παντρεύονταν είτε με συνοικέσιο, είτε από χορό. Όλες οι ανύπαντρες κοπέλες του βασιλείου ήταν προσκαλεσμένες και φυσικά οι δύο κακές αδερφές είχαν κατενθουσιαστεί και είχαν αρχίσει τις προετοιμασίες για να γίνουν όσο πιο όμορφες γίνονταν για να τις επιλέξει ο πρίγκιπας. Άλλο καημό δεν είχανε οι κοπέλες την εποχή εκείνη, πώς να παντρευτούν έναν πλούσιο και να την πέφτουνε στα παλάτια..ωραίες εποχές…αθώες…και ξεκούραστες, γιατί και γω γυναίκα είμαι και πιστεύω πως η εποχή μας είναι πολύ κουραστική…από τη μια ο φεμινισμός, από την άλλη η ανταγωνιστική κοινωνία στην οποία ζούμε που όλως παραλόγως διατηρεί τις παραδοσιακές δομές της κοντεύουν να μας τρελάνουν, οι περισσότερες γυναίκες έχουνε διχασμό προσωπικότητας, ενοχικά σύνδρομα, κουρελιασμένα νεύρα και ψυχική ανισορροπία. Τότε όμως…ήξερες…Κάποιος δούλευε σαν το μαλάκα και συ απολάμβανες τους καρπούς των κόπων του. Κι η Παναγιώτα, μεγαλωμένη κι αυτή σε εκείνη την κοινωνία έκανε όνειρα κι αυτή για το μεγάλο χορό. Έτσι όταν έφτασε η μεγάλη βραδιά, αφού έλουσε, χτένισε, έντυσε και έβαψε τις αδερφές της, ετοιμάστηκε κι η ίδια όπως όπως και κουνάμενη συνάμενη ξεκίνησε να τις ακολουθήσει….Που πας ρε Καραμήτρου; Ακούστηκε μια φωνή. Ήταν της μητριάς που προτιμούσε να την αποκαλεί ωσαύτως, επειδή Καραμήτρο λέγανε τον σχωρεμένο τον έμπορα. Εεεε….μα στο χορό φυσικά…Τι λες μωρή….Δεν είναι για τα μούτρα σου ο χορός. Είναι για ανύπαντρες λέμεεεε….(σ.σ. τότε οι ανύπαντρες ήταν και παρθένες, ε και πώς να το κάνουμε βρε αδερφέ η Παναγιώτα το είχε κερδίσει με την αξία της το δεύτερο συνθετικό του Σταχτοπούτα). Τι να κάνει λοιπόν, μάζεψε τα κουρέλια και τα μούτρα της και έμεινε στο σπίτι μελαγχολική, στεναχωρημένη και γενικώς σύσκατη. Όταν έφυγαν οι αδερφάδες, ένα περίεργο φως φάνηκε μέσα στο σαλόνι και τσουπ έκανε την εμφάνισή της μια έξαλλη σαραντάρα που στη χώρα την ξέρανε με το όνομα Μέλπω η Μαντάμ, αλλά στο χωριό της Παναγιώτας μήτε την είχε ξαναδεί κανείς…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου